Loading...
 

Ι. ΠΡΟΦΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ (oral)

 1.     ΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΕΛΙΚΟΒΑΚΤΗΡΙΔΙΟΥ ΤΟΥ ΠΥΛΟΡΟΥ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΨΩΡΙΑΣΙΚΗ ΝΟΣΟ

Ελένη Πατρικίου1, Χρήστος Λιάσκος1, θεοδώρα Σιμοπούλου1, Νίκη Ντάβαρη2, Ευτέρπη Ζαφειρίου2, Λάζαρος Ι. Σακκάς1, Δημήτριος Π. Μπόγδανος1

1Κλινική Ρευματολογίας και κλινικής Ανοσολογίας

2Δερματολογική Κλινική, Τμήμα Ιατρικής, Σχολή Επιστημών Υγείας, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας

Εισαγωγή: Το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού (Hp) έχει προταθεί ως δυνητικός λοιμογόνος παράγοντας για την ψωριασική νόσο (Ψωριασική αρθρίτιδα, ΨΑ και ψωρίαση, ΨΩ). Ωστόσο, μέχρι τώρα δεν έχει διεξαχθεί έλεγχος αντιδραστικότητας αντισωμάτων σε όλα τα κυρίαρχα και δευτερεύοντα αντιγόνα του Hp σε ασθενείς με ΨΑ και Ψω.

Μέθοδοι και υλικό: Η ανίχνευση των IgG αντι-Hp αντισωμάτων διεξήχθη με ανοσοαποτύπωση και γραμμική ανοσοαποτύποση ελέγχοντας  263 δείγματα από 114 ασθενείς με Ψω, 89 με ΨΑ και 60 υγιείς μάρτυρες (HCs).

Αποτελέσματα: Η θετικότητα έναντι του Hp δεν διέφερε μεταξύ ασθενών και υγιών μαρτύρων (P>0,05 για όλες τις συγκρίσεις). Τα αντι-p66-UreB και αντι-p54-flagellin αντισώματα ήταν πιο συχνά στους ασθενείς με Ψω σε σχέση με τους HC (P=0,015 και P=0,011, αντίστοιχα), ενώ τα αντι-p50 αντισώματα ήταν λιγότερο συχνά στους ασθενείς με Ψω από ότι στους HCs (P=0,008). Στην ΨΑ, τα αντι-p75, αντι-p67-FSH, αντι-p66-UreB, αντι-p54-flagellin, αντι-p41, αντι-p30-OMP αντισώματα ήταν πιο συχνά στους ασθενείς σε σύγκριση με τους HCs (P<0,001, P= 0,028, P=0,010, P=0,003, P=0,012, P=0,020 αντίστοιχα). Η συγκέντρωση των αντι-p75, αντι-p67-FSH, αντι-p50, αντι-p41, αντι-p30-OMP, αντι-p29=UreA και αντι-p26 αντισωμάτων ήταν χαμηλότερη στην Ψω σε σύγκριση με την ΨΑ (P=0,012, P=0,036 , P<0,001, P=0,021, P=0,002, P=0,006 και P=0,021 αντίστοιχα). Τέλος το  DAS28 συσχετίστηκε θετικά με τα επίπεδα των αντι-p19 αντισωμάτων (r= 0,349, P=0,050) σε ασθενείς με ΨΑ, ενώ καμία σημαντική συσχέτιση δεν προέκυψε στους ασθενείς με ψω.

Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι αντιγονοειδικά αντισώματα έναντι του Hp είναι πιο συχνά σε ασθενείς με ψωριασική νόσο. Ωστόσο, οι  αρνητικές συσχετίσεις που υπάρχουν, εγείρουν αμφιβολίες για την ανοσολογική σχέση μεταξύ του Hp και της ψωριασικής νόσου.

 

2.    ΜΗ ΕΠΕΜΒΑΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΙΚΡΟ- ΚΑΙ ΜΑΚΡΟΑΓΓΕΙΟΠΑΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΑΝΑΣΤΟΛΕΩΝ JAK ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

Αγγελούδη Ε.1, Ανυφαντή Π.1, Παγκοπούλου Ε.2, Κούγκας Ν.2, Δούμας Μ.3, Δευτεραίου Κ.2, Μπεκιάρη Ε.1, Γαρύφαλλος Α.2, Δημητρούλας Θ.2

1Β΄Παθολογική Κλινική, Ιπποκράτειο ΓΝΘ, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη

2Δ΄Παθολογική Κλινική, Ιπποκράτειο ΓΝΘ, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη

3Β΄Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική, Ιπποκράτειο ΓΝΘ, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη

Οι αναστολείς των κινασών του Ιανού (Janus-associated kinase inhibitors, JAK) αποτελούν μια νέα κατηγορία από του στόματος αντιρευματικών φαρμάκων για ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα (ΡΑ). Ωστόσο, η χρήση τους έχει συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο σοβαρών καρδιαγγειακών συμβαμάτων. Σκοπό της μελέτης η διερεύνηση της επίδρασης των αναστολέων JAK στην μικρο- και μακροκυκλοφορία των ασθενών με ΡΑ. Μελετήθηκαν συνολικά 13 ασθενείς με ΡΑ που ξεκίνησαν θεραπεία με αναστολείς JAK, εκ των οποίων 11 ασθενείς ολοκλήρωσαν την μελέτη. Ο έλεγχος πραγματοποιήθηκε κατά την έναρξη και 3 μήνες μετά τη θεραπεία με αναστολείς JAK. Εφαρμόστηκε βιντεο-τριχοειδοσκόπηση ονύχων για την ανίχνευση αλλοιώσεων του δερματικού τριχοειδικού δικτύου. Οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε 24ωρη περιπατητική παρακολούθηση της αρτηριακής πίεσης για την εκτίμηση της κεντρικής και περιφερικής αρτηριακής πίεσης και των δεικτών αρτηριακής σκληρίας [ταχύτητα σφυγμικού κύματος (Pulse Wave Velocity, PWV), δείκτης προσαύξησης της πίεσης (Augmentation Index, Aix)]. Το πάχος του έσω-μέσου χιτώνα της καρωτίδας εκτιμήθηκε υπερηχογραφικά. Η τρίμηνη θεραπεία με αναστολείς JAK δεν συσχετίστηκε με σημαντικές διαφορές στην αρτηριακή πίεση, καθώς και στους δείκτες αρτηριακής σκληρίας. Εξαίρεση αποτελεί η τιμή της νυχτερινής PWV που ήταν σημαντικά αυξημένη μετά από 3 μήνες θεραπείας με JAK αναστολείς. Αντίθετα, σημειώθηκαν σημαντικές μεταβολές σε τριχοειδοσκοπικούς δείκτες μικροαγγειοπάθειας. Συγκεκριμένα, σημειώθηκαν σημαντικές αλλαγές στις διαστάσεις των τριχοειδών, στον αριθμό των διακλαδιζόμενων τριχοειδών καθώς και τον συνολικό αριθμό των τριχοειδικών ανωμαλιών. Συμπερασματικά η τρίμηνη θεραπεία με αναστολείς JAK μπορεί να ασκήσει σημαντικές επιδράσεις στη μικροκυκλοφορία, όπως αξιολογήθηκε με την μέθοδο της βιντεο-τριχοειδοσκόπησης, σε αντίθεση με τους δείκτες μακροαγγειοπάθειας που δεν σημείωσαν σημαντικές μεταβολές.

Ευχαριστίες: Υποστήριξη από την ΕΡΕ-ΕΠΕΡΕ

 

ΠΡΩΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ

3.    ΑΝΑΛΥΣΗ ΥΠΟΠΛΗΘΥΣΜΩΝ ΜΟΝΟΠΥΡΗΝΩΝ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΙΚΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ ΜΕ ΧΡΗΣΗ CYTOF, ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΚΥΤΤΑΡΟΚΙΝΩΝ ΚΑΙ ΜΙΚΡΩΝ ΛΙΠΙΔΙΚΩΝ ΜΕΣΟΛΑΒΗΤΩΝ ΣΤΑ ΠΡΩΙΜΑ ΣΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΜΕ ΣΤΕΡΟΕΙΔΗ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΡΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΥΜΥΑΛΓΙΑ ΚΑΙ ΓΙΓΑΝΤΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΑΡΤΗΡΙΤΙΔΑ

Παλαμηδάς Δ.Α.1, Παπαδάκη Μ.2, Πασχαλίδης Ν.3, Παύλου Ε.2, Χατζής Λ.1,2, Αργυροπούλου Ο.1, Πάλλα Π.1, Γαλάνη Ι.2, Γουλές Α.1, Ανδρεάκος Ε.2, Τζιούφας Α.Γ.1,2

1Εργαστήριο Παθολογικής Φυσιολογίας, Τμήμα Ιατρικής, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

2Εργαστήριο Ανοσολογίας, Κέντρο Κλινικής, Πειραματικής Χειρουργικής & Μεταφραστικής Έρευνας, Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών Ακαδημίας Αθηνών

3Μονάδα CyTOF, Κέντρο Κλινικής, Πειραματικής Χειρουργικής & Μεταφραστικής Έρευνας, Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών Ακαδημίας Αθηνών

Εισαγωγή: Η Ρευματική Πολυμυαλγία (ΡΠ) και η Γιγαντοκυτταρική Αρτηρίτιδα (ΓΑ) είναι αυτοάνοσες/αυτοφλεγμονώδεις διαταραχές που χαρακτηρίζονται από άριστη ανταπόκριση στα κορτικοστεροειδή (GCs) λίγες ώρες από την έναρξη τους.

Σκοπός της μελέτης: Στόχος της μελέτης είναι να χαρακτηριστεί εκτενώς το ανοσολογικό προφίλ των ασθενών σε 4 διακριτά χρονικά σημεία [0ώρες (T1), 48ώρες (T2), 96ώρες (T3) και 24 εβδομάδες (T4)] μετά την έναρξη των GCs.

Ασθενείς και Μέθοδοι: Συλλέχθηκαν προοπτικά περιφερικά μονοπύρηνα κύτταρα και ορός αίματος από: α) 8 ασθενείς με ΓΑ, Β) 6 ασθενείς με ΡΠ και γ) 16 υγιείς δότες. Πραγματοποιήθηκε λεπτομερής ανοσοφαινοτυπικός χαρακτηρισμός μέσω κυτταρομετρίας μάζας (CyTOF), μέτρηση των επιπέδων 21 κυτταροκινών του πλάσματος μέσω Luminex Assay και λιπιδομική ανάλυση των φλεγμονωδών και αντι-φλεγμονωδών διαμεσολαβητών της φλεγμονής (LMs) με τη μέθοδο LC-MS/MS.

Αποτελέσματα: Εντοπίστηκαν 40 φαινότυποι ανοσοκυττάρων στα δείγματα που μελετήθηκαν (Εικ. 1). Για τους κύριους τύπους ανοσοκυττάρων που εντοπίστηκαν [CD4, CD8, TCRγδ κύτταρα, ΝΚ κύτταρα, Β κύτταρα, Μονοκύτταρα και Δενδριτικά Κύτταρα] και τα επίπεδα 21 κυτταροκινών δεν υπήρχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ ασθενών με ΡΠ και ΓΑ στα 3 χρονικά σημεία. Ωστόσο, η ανάλυση των υποπληθυσμών/φαινοτύπων ανοσοκυττάρων αποκάλυψε σημαντικές διαφορές σε ορισμένους κυτταρικούς φαινοτύπους μεταξύ ασθενών με ΓΑ και υγιών δοτών (Εικ. 2). Η λιπιδομική ανάλυση αποκάλυψε ότι οι ασθενείς με ΓΑ εμφανίζουν υψηλότερο λόγο φλεγμονωδών/αντι-φλεγμονωδών LMs  σε σύγκριση με ασθενείς με ΡΠ και υγιείς δότες σε όλα τα χρονικά σημεία.

Συμπεράσματα: Η ταχεία κλινική βελτίωση, μετά την έναρξη της θεραπείας με GCs ενδεχομένως σχετίζεται με διακριτές φαινοτυπικές διαφορές ανοσοκυττάρων. Τα αυξημένα επίπεδα LMs στους ασθενείς με ΓΑ μετά από 24 εβδομάδες θεραπείας με GCs, υποδηλώνουν την υποκείμενη ιστική αναδιαμόρφωση.

Ευχαριστίες: Η εργασία έχει χρηματοδοτηθεί από την ΕΡΕ-ΕΠΕΡΕ, Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας [ΕΛΚΕ] Πανεπιστημίου Αθηνών και το ευρωπαικό πρόγραμμα χρηματοδότησης ImmunAID (Grant Agreement No. 779295).


ΤΡΙΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ

4.    ΑΛΛΑΓΗ ΑΠΟ ΕΝΔΟΦΛΕΒΙΟ ΣΕ ΥΠΟΔΟΡΙΟ INFLIXIMAB ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΑΥΤΟΑΝΟΣΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΣΕ ΚΛΙΝΙΚΗ ΥΦΕΣΗ

Νίκος Βιάζης1, Αναστάσιος Kαραμανάκος2, Κωνσταντίνος Μουσουράκης1, Αγγελική Χρηστίδου1, Φώτιος Φουσέκης3, Κωνσταντίνος Μπακογιάννης3, Αναστάσιος Κουκούδης3, Κωνσταντίνος Κατσάνος3, Δημήτριος Χριστοδούλου3, Μυρτώ Χειλά2, Μαρία Τζουβαλά4, Ειρήνη Ζαχαροπούλου4, Μαρία Παλατιανού4, Ολγα Γιουλεμέ5, Αναστασία Κατσούλα5, Χρήστος Λιάτσος6, Νίκος Κυριάκος6, Εύη Ζαμπέλη7, Ευεγενία Παπαθανασίου7, Αγγελική Θεοδωροπούλου8, Κωνσταντίνος Καρμίρης8, Ιωάννης Ψαρουδάκης8, Γιώργος Τριμπόνιας9, Σουζάνα Γαζή10, Ευαγγελία Μολέ10, Θανάσης Δημήτρουλας11, Χρήστος Κουτσιανάς12, Δημήτρης Βασιλόπουλος12, Γιώργος Φραγκούλης13, Νίκος Μιχαλακέας13, Χάρης Παπαγόρας14, Παντελής Παναγάκης15, Μαρία Παπουτσάκη15, Βασιλική Χασάπη15, Αλέξανδρος Στρατηγός15, Γιώργος Κάτσικας2

1Γαστρεντερολογικό Τμήμα, ΓΝΑ «Ο Ευαγγελισμός-Πολυκλινική», Αθήνα

2Ρευματολογικό Τμήμα, ΓΝΑ «Ο Ευαγγελισμός-Πολυκλινική», Αθήνα

3Γαστρεντερολογικό Τμήμα, Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, Ιωάννινα

4Γαστρεντερολογικό Τμήμα, Νοσοκομείο «Αγιος Παντελεήμων», Νίκαια

5Γαστρεντερολογικό Τμήμα, Γενικό Νοσοκομείο «Ιπποκράτειο», Θεσσαλονίκη

6Γαστρεντερολογικό Τμήμα, 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, Αθήνα

7Γαστρεντερολογικό Τμήμα, Γενικό Νοσοκομείο «Αλεξάνδρα», Αθήνα

8Γαστρεντερολογικό Τμήμα, Βενιζέλειο Γενικό Νοσοκομείο, Ηράκλειο

9Γαστρεντερολογικό Τμήμα, Νοσοκομείο «Ερυθρός Σταυρός», Αθήνα

10Ρευματολογικό Τμήμα, Νοσοκομείο ΚΑΤ, Αθήνα

11Ρευματολογικό Τμήμα, Γενικό Νοσοκομείο «Ιπποκράτειο», Αθήνα

12Ρευματολογικό Τμήμα, Γενικό Νοσοκομείο «Ιπποκράτειο», Αθήνα

13Ρευματολογικό Τμήμα, Ακαδημαϊκό Ρευματολογικό κέντρο, Λαϊκό Γενικό Νοσοκομείο, Aθήνα

14Α΄Παθολογική Κλινική, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο, Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης

15Δερματολογικό Τμήμα, Νοσοκομείο «Ανδρέας Συγγρός», Αθήνα

 Σκοπός:Να εκτιμήσουμε την αποτελεσματικότητα και ασφάλεια της εκλεκτικής αλλαγής από Infliximab (IFX) ενδοφλέβιο (IV) σε υποδόριο (SC) σε ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα.

Mέθοδοι: Αναδρομική ανάλυση δεδομένων που συλλέγησαν προοπτικά από ασθενείς με νόσο Crohn (CD), ελκώδη κολίτιδα (UC), σπονδυλοαρθρίτιδα (SpA), ρευματοειδή αρθρίτιδα (RA), ψωριασική αρθρίτιδα (PsA) και χρόνια ψωρίαση κατά πλάκας (PsO) οι οποίοι ελάμβαναν IFX-IV για τη διατήρηση της ύφεσης της νόσου και οι οποίοι άλλαξαν σε IFX-SC με βάση την εκτίμηση του γιατρού τους. Όλοι οι γαστρεντερολογικοί και δερματολογικοί ασθενείς ήταν σε κλινική ύφεση, ενώ όλοι οι ρευματολογικοί ασθενείς είχαν είτε ανενεργό νόσο ή νόσο χαμηλής ενεργότητας. Το πρωτεύον καταληκτικό σημείο ήταν η επιδείνωση της νόσου, κατά τη διάρκεια της περιόδου παρακολούθησης, όπως αυτή εκτιμήθηκε με συγκεκριμένους δείκτες ενεργότητας.

Αποτελέσματα: Μεταξύ του Απριλίου 2023 και του Απριλίου 2024, συνολικά σε 344 ασθενείς (CD=136, UC=62, SpA=52, PsA=38, RA=7, PsO=44, συνδυασμός=5) έγινε αλλαγή από IFX-IV σε IFX-SC στα συμμετέχοντα κέντρα. Μετά από μια μέση (SD) περίοδο παρακολούθησης 8 (4) μηνών, 12 ασθενείς (3.5%) διέκοψαν τη θεραπεία τους με IFX-SC. Ο μέσος (SD) χρόνος για τη διακοπή της θεραπείας ήταν 11 (8) εβδομάδες. Πέντε από τους 12 αυτούς ασθενείς (1.5%) διέκοψαν τη θεραπεία εξαιτίας επιδείνωσης της νόσου και 7 (2.0%) εξαιτίας της εμφάνισης ανεπιθύμητων ενεργειών. Όλοι οι υπόλοιποι 332 ασθενείς (96.5%) έδειξαν εξαιρετική ανοχή στη θεραπεία και δεν χρειάστηκαν μη προγραμματισμένες επισκέψεις, ούτε ανέπτυξαν οποιαδήποτε ανεπιθύμητη ενέργεια (κλινική ή εργαστηριακή), ούτε χρειάστηκαν κλιμάκωση της θεραπείας.

Συμπέρασμα: Η εκλεκτική αλλαγή από IFX-IV σε IFX-SC είναι αποτελεσματική στη διατήρηση της μακροχρόνιας κλινικής ύφεσης σε ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα.

 

 5.    ΟΥΔΕΤΕΡΟΠΕΝΙΑ ΕΠΑΓΟΜΕΝΗ ΑΠΟ ΡΙΤΟΥΞΙΜΑΜΠΗ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΡΕΥΜΑΤΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ

Γεώργιος Ηλιόπουλος1, Ευτυχία Θεοδωροπούλου2, Παναγιώτα Δάβουλου2, Σταμάτιος-Νικόλαος Λιόσης1,2, Έλενα Σολωμού1,2

1Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Πατρών, τμήμα Ρευματολογίας

2Ιατρική σχολή Πανεπιστημίου Πατρών, τμήμα Ρευματολογίας

Εισαγωγή: Η ριτουξιμάμπη (ΡΤΞ) έχει ενοχοποιηθεί για πρόκληση ουδετεροπενίας σε αιματολογικούς ασθενείς.  Η καθυστερημένης έναρξης ουδετεροπενία (ΚΕΟ) έχει επίσης περιγραφεί σε ασθενείς με ρευματική νόσο (ΡΝ).

Σκοπός της μελέτης: Να αξιολογηθεί η συχνότητα και η βαρύτητα της ΚΕΟ σε ασθενείς με ΡΝ που έλαβαν ΡΤΞ.

Μέθοδοι: Μελετήθηκαν 164 ασθενείς που έλαβαν ΡΤΞ έως το Νοέμβριο του 2023.  Οι ασθενείς είχαν ρευματοειδή αρθρίτιδα-ΡΑ (32.9%), συστηματική σκλήρυνση (23.8%), συστηματικό ερυθηματώδη λύκο (17.1%), αγγειίτιδα (14%) ιδιοπαθή φλεγμονώδη μυοπάθεια (6.7%), και οπισθοπεριτοναϊκή ίνωση (5.5%).  Η μέση διάρκεια νόσου ήταν 48 μήνες.  Η ΡΤΞ χορηγήθηκε ενδοφλεβίως και κάθε κύκλος αποτελούνταν από 2 εγχύσεις (σχήμα ΡΑ) ή από 4 ώσεις (σχήμα λεμφωμάτων).  Ως ΚΕΟ ορίστηκε η ουδετεροπενία (ουδετερόφιλα<1500) που παρουσιάστηκε 1–6 μήνες μετά την τελευταία ώση ΡΤΞ.

Αποτελέσματα: Από τους 5/164 (3.0 %) ασθενείς που εμφάνισαν ΚΕΟ, 3 είχαν ήπια (<1500), 1 μέτρια (<1000) and 1 βαριά (<500) ουδετεροπενία.  Αν και συνολικά 93/164 ασθενείς (56.7%) διέκοψαν τη ΡΤΞ, μόνο 2/93 (2.2%) διέκοψαν λόγω ΚΕΟ.  Η ΡΤΞ επαναχορηγήθηκε σε 14/93 ασθενείς (15%) ενω ΚΕΟ εκδήλωσε ένας.  Δεν παρατηρήθηκε καμία σοβαρή λοίμωξη ή νοσηλεία λόγω ΚΕΟ.  Σημειώνουμε οτι σε 2 ασθενείς με ΡΑ και προϋπάρχουσα ουδετεροπενία, ο αριθμός των ουδετεροφίλων τους αποκαταστάθηκε μετά από 1 κύκλο ΡΤΞ.

Συμπεράσματα: Η ΚΕΟ εμφανίζεται σε ασθενείς με ΡΝ που λαμβάνουν ΡΤΞ αλλά αποτελεί μία σπάνια (3%) επιπλοκή που δεν συνοδεύτηκε από περαιτέρω σοβαρες εκδηλώσεις. 

 ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΡΑΒΕΙΟ

6.    ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΠΟΛΑΣΜΟΥ ΤΗΣ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΟΥΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑΣ ΤHN TETΡAETIA 2020-2023 ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ ΜΕ 2016-2019: ΜΕΛΕΤΗ ΚΟΟΡΤΗΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗΣ ΕΜΒΕΛΕΙΑΣ

Μπουρνιά ΒΚ1, Φραγκούλης Γ.1, Μήτρου Π.2, Τσολακίδης Α.3, Μαθιουδάκης Κ.3, Κωνσταντώνης Γ.1, Βασιλόπουλος Δ.4, Τεκτονίδου Μ.1, Παρασκευής Δ.5, Σφηκάκης Π.1

1Α΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική Ιατρικής Σχολής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

2Υπουργείο Υγείας, Ελληνική Δημοκρατία

Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση Κοινωνικής Ασφάλισης Α.Ε. - Η.ΔΙ.Κ.Α. Α.Ε

3Μονάδα Κλινικής Ανοσολογίας-Ρευματολογίας, Β' Παθολογική Κλινική και Ομώνυμο Εργαστήριο Ιατρικής Σχολής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

4Εργαστήριο Υγιεινής, Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής Ιατρικής Σχολής  Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών 

Εισαγωγή: Ενδεχόμενες μεταβολές της επιδημιολογίας των αυτοανόσων ρευματικών νοσημάτων στο χρόνο δεν έχουν μελετηθεί στον Ελληνικό πληθυσμό.

Σκοπός της μελέτης:  Να συγκριθεί ο επιπολασμός και  η θνητότητα  της ρευματοειδούς αρθρίτιδας (ΡA) στην Ελλάδα μεταξύ των τετραετιών 2016-2019 και 2020-2023.

Μέθοδοι: Χρησιμοποιώντας προκαθορισμένους κωδικούς ICD-10 αναζητήθηκαν όλοι οι ενήλικες ασθενείς με ΡA, που είχαν 2 τουλάχιστον εκτελεσμένες συνταγές αντιρευματικών φαρμάκων στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων της ΗΔΙΚΑ. Συγκρίθηκαν δύο διαδοχικές χρονικές περίοδοι: 2016-2019 και 2020-2023. Κατεγράφη η ηλικία, το φύλο και ο ενδεχόμενος θάνατος από οποιαδήποτε αιτία. Ως πληθυσμός αναφοράς χρησιμοποιήθηκε το σύνολο των ζώντων, εγγεγραμμένων στην βάση της ΗΔΙΚΑ μέχρι το 2019 ή 2023, για την πρώτη και τη δεύτερη περίοδο χρονική περίοδο, αντίστοιχα.

Αποτελέσματα: Ο επιπολασμός (95% CI) της ΡA αυξήθηκε κατά 20.6%, συγκεκριμένα από 0.467% (0.462-0.471) το διάστημα 2016-2019 σε 0.563% (0.559- 0.568) το 2020-2023. Η αύξηση αφορούσε και τα δύο φύλα (18.2% αύξηση στους άνδρες και 23.9% στις γυναίκες) και όλες τις ηλικίες (20.2% αύξηση στους 18-39ετών, 17.3% στους 40-59ετών και 21.6% στους ≥60ετών). Αντίστοιχα, αυξήθηκε και ο λόγος θνητότητας (95% CI) για τη ΡA, από 11.8ανά 1000 ασθενείς, ανά χρόνο (patient-years) (11.2- 12.3) σε 14.5 (14.0-15.1), για 2016-2019 και 2020-2023, αντίστοιχα.  Η αύξηση αφορούσε μόνο στους ασθενείς ≥60ετών, παρατηρήθηκε δε και στα δύο φύλα.

Συμπεράσματα: Αυτή η αναδρομική μελέτη εθνικής εμβέλειας επιβεβαιώνει την αύξηση του επιπολασμού της ΡA στο χρόνο. Η συμβολή του στρες που προκάλεσε η πανδημία Covid-19 και οι δραματικές αλλαγές στην καθημερινότητα για ικανό χρονικό διάστημα δεν αποκλείεται.  Σε κάθε περίπτωση, απαιτούνται επιπλέον πόροι ώστε να καλύπτονται οι ολοένα αυξανόμενες ανάγκες των ασθενών με ΡΑ.

 

7.    ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΤΩΝ PCSK9 ΑΝΑΣΤΟΛΕΩΝ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΑΝΟΣΟΜΕΣΟΛΑΒΟΥΜΕΝΗ ΝΕΚΩΤΙΚΗ ΜΥΟΠΑΘΕΙΑ (ΙΜΝΜ): ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΣΕΙΡΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ.

Ν. Γερολυμάτου1, Α. Παντελή2, Ν. Κολέτσος1, Μ. Καρακώστα1, Π. Βούλγαρη1

1Ρευματολογική Κλινική, Τμήμα Ιατρικής, Σχολή Επιστημών Υγείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

2Α’ Παθολογική Κλινική, Τμήμα Ιατρικής, Σχολή Επιστημών Υγείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Εισαγωγή: Οι ανοσο-μεσολαβούμενες νεκρωτικές μυοπάθειες (IMNMs) αποτελούν ένα υποσύνολο των φλεγμονωδών μυοπαθειών. Συσχετίζονται με την παρουσία anti-SRP ή anti-HMGCR αντισωμάτων. Η HMG-CoA αναγωγάση (HMGCR) είναι ο φαρμακευτικός στόχος των στατινών, ενισχύοντας την υπόθεση ότι οι IMNMs επάγονται από την χορήγηση στατίνης. Η χορήγηση των PCSK9 αναστολέων θα μπορούσε να αποτελεί εναλλακτική αντιλιπιδαιμική αγωγή σε αυτούς τους ασθενείς.

Σκοπός της μελέτης: Η καταγραφή της ανταπόκρισης ασθενών με IMNM στους οποίους χορηγήθηκε PCSK9 αναστολέας ως αντιλιπιδαιμική αγωγή .

Μέθοδοι: Αξιολογήθηκαν παράμετροι όπως μυϊκή ισχύς, επίπεδα CPK, επίπεδα LDL και ανοσοκατασταλτική αγωγή πριν και μετά την χορήγηση PCSK9 αναστολέα.

Αποτελέσματα: Ταυτοποιήθηκαν 5 γυναίκες ασθενείς με ΙΜΝΜ στις οποίες χορηγήθηκε PCSK9 αναστολέας. Όλες οι ασθενείς εκτός από μία, είχαν ιστορικό έκθεσης σε στατίνη. Η ασθενής που δεν είχε εκτεθεί σε στατίνη ήταν θετική στο anti-SRP αντίσωμα, ενώ οι υπόλοιπες στο anti-HMGCR αντίσωμα. Η μέση διάρκεια παρακολούθησης ήταν 18,2 μήνες (εύρος 9-26 μήνες). Η μέση τιμή CPK πριν την έναρξη PCSK9 αναστολέα ήταν 1028,6 ± 749.43 IU/lt, ενώ στην πιο πρόσφατη μέτρηση ήταν ελαττωμένη κατά 893.2 ± 688.73 IU/lt. Η μέση τιμή LDL πριν τον PCSK9 αναστολέα ήταν 206.2 ± 49.24 mg/dl, ενώ στην πιο πρόσφατη μέτρηση υπολογίστηκε ίση με 87.2 ± 27.7 mg/dl.Όλες οι ασθενείς λάμβαναν αγωγή με στεροειδή (με σταδιακή ελάττωση της δοσολογίας). Οι 4 από τις 5 λάμβαναν 2ης γραμμής ανοσοκατασταλτική θεραπεία. Καμία ασθενής δεν εμφάνισε κλινική υποτροπή της νόσου μετά την έναρξη του PCSK9 αναστολέα.

Συμπεράσματα: Η χορήγηση των PCSK9 αναστολέων φαίνεται να αποτελεί μια αποτελεσματική και ασφαλή επιλογή για την θεραπεία της δυσλιπιδαιμίας σε ασθενείς με ανοσο-μεσολαβούμενη νεκρωτική μυοπάθεια (ΙΜΝΜ).

 

 

ΙΙ. ΑΝΑΡΤΗΜΕΝΕΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ (e-Posters)

 P1. Η μακροπρόθεσμη έκβαση των ασθενών με ανθεκτικό ΣΕΛ που έλαβαν θεραπεία με Rituximab: 10 χρόνια μετά

Στάβερη Χ1, Λύκουρα Χ1, Μελισσαρόπουλος Κ2 και Λιόσης Σ-Ν1,3

1Ρευματολογικό Τμήμα, Παθολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Πατρών

2Ρευματολογικό Τμήμα, Γενικό Νοσοκομείο Πατρών,  Ρευματολογικό Τμήμα, Παθολογική Κλινική, Ιατρική Πανεπιστημίου Πατρών, Πάτρα

Εισαγωγή: Η εξάλειψη των Β λεμφοκυττάρων αποτελεί μια πολλά υποσχόμενη θεραπευτική προσέγγιση σε ασθενείς με ανθεκτικό ΣΕΛ.

Σκοπός: Ο στόχος αυτής μελέτης ήταν να διερευνήσει τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της θεραπείας με RTX σε ασθενείς με ανθεκτικό ΣΕΛ.

Μέθοδοι: Συμπεριλάβαμε ασθενείς με ΣΕΛ που είχαν i) λάβει τουλάχιστον 1 κύκλο RTX και είχαν ii) παρακολούθηση τουλάχιστον 10 ετών μετά την πρώτη έγχυση.  Η ανταπόκριση αξιολογήθηκε σε 1 έτος και στην τελευταία τους επίσκεψη που ήταν ³ 10 χρόνια μετά την έναρξη του RTX. 

Αποτελέσματα: Το RTX χορηγήθηκε σε 62 ασθενείς με ΣΕΛ.  Για αυτήν τη συγχρονική μελέτη συμπεριλάβαμε 23 ασθενείς (25 περιπτώσεις) με ΣΕΛ (γυναίκες), ηλικίας 14 – 72 ετών, που πληρούσαν τα κριτήρια.  Οι κλινικές εκδηλώσεις ήταν νεφρίτιδα λύκου σε 8 ασθενείς,αρθρίτιδα σε 6, νευροψυχιατρικός ΣΕΛ σε 4, αγγειίτιδα σε 2, προσβολή πνευμόνων σε 3 και αιματολογικές ανωμαλίες σε 3. Το RTX χορηγήθηκε επίσης σε 1 ασθενή με ηπατίτιδα λύκου και σε 1 περίπτωση TTP.

Τα ποσοστά ανταπόκρισης ήταν 68,75% μετά από 1 έτος και 75% μετά από ³ 10 έτη.  Το cSLEDAI-2K μειώθηκε από 5,83 ± 3,70 στο baseline σε 1,95 ± 2,40 (p < 0,001) στο 1 έτος και σε 2,37 ± 3,00 (p < 0,001) στην τελευταία επίσκεψη (³10 έτη). 

Όσον αφορά την ασφάλεια αναφέρουμε 1 θάνατο, ιογενείς λοιμώξεις σε 2, αλλεργικές αντιδράσεις σε 4 και 1 περίπτωση όψιμης έναρξης ουδετεροπενίας.

Συμπέρασμα: Τα δεδομένα μας υποδηλώνουν ότι το RTX μπορεί να αποτελεί μια ασφαλή εναλλακτική θεραπευτική επιλογή σε ασθενείς με ΣΕΛ ανθεκτικό στην standard θεραπεία.

 

P2. Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΕΡΓΟΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΩΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ ΜΕ ΧΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΤΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ (AI) ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΩΝ ΣΕ ΑΤΟΜΑ ΜΕ ΜΥΟΣΚΕΛΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ

Μυρτώ Πατάγια Μπακαράκη1, Θεοφάνης Δουρμπόης2

1Τμήμα Εργοθεραπείας, Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, Αθήνα
2Ψυχολόγος Συστημικής Θεραπείας, ΚΕΣΥΘΕΣ, Αθήνα

Εισαγωγή: Η Τεχνητή Νοημοσύνη (AI) θεωρείται ότι είναι πιο χρήσιμη στις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης, καθιστώντας εύκολη την εξεύρεση εποικοδομητικών τρόπων για τη βελτίωση της εργονομίας και της ποιότητας ζωής. Ειδικά στην εργοθεραπεία, σε αυτό το AI μπορεί να προτείνει πιο προηγμένα συστήματα και συσκευές που προσαρμόζονται στις συνθήκες εργασίας σε πραγματικό χρόνο, επομένως βοηθούν όσους έχουν μυοσκελετικά προβλήματα. Είναι επομένως δυνατό να χρησιμοποιηθεί η εργονομία μέσω της δημιουργίας τεχνολογίας AI, ώστε να ενσωματωθεί μια πτυχή εργονομικής διαχείρισης στο τρέχον σύστημα όπου αυτοί οι εργονομικοί παράγοντες μπορούν να ενεργοποιηθούν και να απενεργοποιηθούν μόνο όταν προκύψουν συγκεκριμένες ανάγκες.

Σκοπός: Ο κύριος στόχος αυτής της μελέτης είναι να ανακαλύψει πόσο αποτελεσματική θα είναι η τεχνητή νοημοσύνη όταν πρόκειται για τη δημιουργία προσεγγίσεων εργοθεραπείας που είναι προσαρμοσμένες και ειδικά για τον ασθενή. Αυτό συνεπάγεται τον καθορισμό του τρόπου με τον οποίο η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να είναι αρκετά κατάλληλη για την εξάλειψη των κακών συνθηκών περιβάλλοντος εργασίας που οδηγούν σε μυοσκελετικά προβλήματα μεταξύ των χρηστών. Σκοπός της μελέτης είναι να εξακριβωθεί εάν μπορούν να κατασκευαστούν καλύτερες εργονομικές πρακτικές και το ποσοστό της ικανοποίησης των χρηστών μέσω παρεμβάσεων τεχνητής νοημοσύνης.

Μέθοδοι: Σχεδιάστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης για τον έλεγχο και την αλλαγή του εργασιακού περιβάλλοντος δυναμικά κατά τη διάρκεια της εργασίας. Πραγματοποιήθηκαν έρευνες με την ενσωμάτωση αισθητήρων στην κατασκευή και τη χρήση στατιστικών μεθόδων για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της κατασκευής στην εργονομία και τη φυσική καταπόνηση. Η αποτελεσματικότητα του εργαλείου προσδιορίστηκε παρά τις παρατηρούμενες αλλαγές στη σωματική δυσφορία και την εργονομική ποιότητα του περιβάλλοντος εργασίας.

Αποτελέσματα: Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων, αναφέρθηκε ότι τα εργαλεία AI συμβάλλουν στην ανακούφιση και τη βελτίωση των φυσικών συνθηκών του χώρου εργασίας. Σημειώθηκε μείωση των συμπτωμάτων των Μυοσκελετικών Διαταραχών μεταξύ των χρηστών καθώς παρέμειναν πιο άνετα στις εργασίες τους.

Συμπεράσματα: Η εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης σε τεχνικές εργοθεραπείας ήταν αποτελεσματική στην αλλαγή του χώρου εργασίας και στη μείωση των μυοσκελετικών παθήσεων και ως εκ τούτου, στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ανθρώπων.

 

P3. Η ΕΠΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΑΝΑ ΔΕΝ ΣΥΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΛΗΨΗ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΨΩΡΙΑΣΙΚΉ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΨΩΡΙΑΣΗ

Ελένη Πατρικίου1, Χρήστος Λιάσκος1, θεοδώρα Σιμοπούλου1, Νίκη Ντάβαρη2, Ευτέρπη Ζαφειρίου2, Λάζαρος Ι. Σακκάς1, Δημήτριος Π. Μπόγδανος1

1Κλινική Ρευματολογίας και κλινικής Ανοσολογίας και 2 Δερματολογική Κλινική, Τμήμα Ιατρικής, Σχολή Επιστημών Υγείας, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας

Εισαγωγή:  Τα αντιπυρηνικά αντισώματα (ΑΝΑ) ανιχνεύονται συχνά σε ασθενείς με ψωριασική νόσο (ψωριασική αρθρίτιδα, ΨΑ και ψωρίαση, ΨΑ ). Οι στόχοι/αυτοαντιγόνα παραμένουν άγνωστοι όπως άγνωστος παραμένει και ο μηχανισμός  που να εξηγεί την επαγωγή τους.

Σκοπός: Να μελετήσει την συχνότητα εμφάνισης των ΑΝΑ, την κλινική σημαντικότητά τους  και να εξακριβώσει αν τα αυτοαντισώματα αυτά στοχεύουν γνωστά πυρηνικά αντιγόνα που. Επίσης μελετήθηκαν κυτταρικές ανοσιακές αποκρίσεις σε ασθενείς με ΨΩ και ΨΑ για να μελετηθεί η επίδραση της βιολογικής θεραπείας και συγκεκριμένα της σεκουκινουμάμπης στην ανάπτυξη αντιγονοειδικών ΑΝΑ κατά την διάρκεια της θεραπείας.

Μέθοδοι και υλικό: Ελέγχθηκαν 201 ασθενείς με ψωριασική νόσο (89 ασθενών με ΨΑ και 114 ασθενών με ψω). Τα αυτοαντισώματα με συμβατικό έμμεσο ανοσοφθορισμό και γραμμική ανοσοαποτύπωση κατά 23 γνωστών πυρηνικών αντιγόνων. Η μελέτη των T και Β φαινοτυπικών υποπληθυσμών έγινε με κυτταρομετρία ροής και σχετικά συζευγμένα αντισώματα χρησιμοποιώντας απομονωμένα μονοκύτταρα περιφερικού αίματος ασθενών.

Αποτελέσματα: Α) Επιβεβαιώθηκε η παρουσία ΑΝΑ σε ασθενείς με ψωριασική νόσο καθώς τα ΑΝΑ ανιχνεύονται σε 47/100 (47%) των ασθενών με ΨΑ και σε 50/101 (49,9%) σε ασθενείς με ΨΩ, αντίστοιχα. Β) Η παρουσία των ΑΝΑ δεν συσχετίστηκε με την λήψη βιολογικής θεραπείας. Γ) Ο πιο συχνός πυρηνικός αντιγονικός στόχος ήταν το Dense fine speckled 70 ( DFS70) που ανιχνεύθηκε από το 26,7% των ΨΑ και 34,4% των ΑΝΑ θετικών ΨΩ, αντίστοιχα.  Ένα σημαντικό ποσοστό ANA θετικών ασθενών δεν αναγνώρισε κανένα από τα 23 πυρηνικά αντιγόνα Σε ασθενείς που έλαβαν σεκουκινουμάμπη, τα αντιγονοειδικά αυτοαντισώματα εξαλείφθηκαν ή μειώθηκαν σημαντικά. Η σεκουκινουμάμπη μείωσε σημαντικά τους μεταξύ τους πλασμοβλάστες και τα follicular Β κύτταρα. Καμία άλλη σημαίνουσα κλινική συσχέτιση δεν βρέθηκε.

Συμπεράσματα: Τα ΑΝΑ ανιχνεύονται συχνά στην ΨΩ και ΨΑ, και το DFS70 είναι ο πιο συχνός πυρηνικός αντιγονικός στόχος. Η σεκουκινουμάμπη μειώνει τα ΑΝΑ και τους πλασμαβλάστες. Η μελέτη της επίδρασης της βιολογικής θεραπείας στην συμπεριφορά των αντιγονοειδικών ΑΝΑ μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση των ανοσολογικών μηχανισμών της νόσου. 

 

P4. Η ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ 18F-FDG PET/CT ΣΤΗΝ ΓΙΓΑΝΤΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΑΡΤΗΡΙΤΙΔΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΩΝ ΕΝΕΡΓΩΝ ΚΑΙ ΑΝΕΝΕΡΓΩΝ ΦΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΝΟΣΟΥ ΣΥΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΜΕΤΑΒΟΛΙΚΟ ΠΡΟΦΙΛ, ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΜΕ ΤΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΚΥΤΤΑΡΟΚΙΝΩΝ ΤΟΥ ΟΡΟΥ: ΠΡΩΙΜΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ

Παλαμηδάς Δ.Α.1, Καλυκάκης Γ.2,3, Μπενάκη Δ.4, Χατζής Λ.1,5, Αργυροπούλου Ο.1, Πάλλα Π.1, Κόλλια Α.3, Καφούρης Π.3, Μεταξάς Μ.3, Γουλές Α.1, Μικρός Ε.4, Καμπάς Κ.6, Αναγνωστόπουλος Κ.3, Τζιούφας Α.Γ.1,5

1Εργαστήριο Παθολογικής Φυσιολογίας, Τμήμα Ιατρικής, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

2Τμήμα Πληροφορικής, Ιόνιο Πανεπιστήμιο

3Τμήμα PET-CT, Κέντρο Κλινικής, Πειραματικής Χειρουργικής & Μεταφραστικής Έρευνας, Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών Ακαδημίας Αθηνών

4Τμήμα Φαρμακευτικής Χημείας, Φαρμακευτική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

5Εργαστήριο Ανοσολογίας, Κέντρο Κλινικής, Πειραματικής Χειρουργικής & Μεταφραστικής Έρευνας, Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών Ακαδημίας Αθηνών

6Εργαστήριο Μοριακής Γενετικής, Τμήμα Ανοσολογίας, Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ

Εισαγωγή: Η Γιγαντοκυτταρική Αρτηρίτιδα (GCA) μπορεί να προσβάλει τις κροταφικές αρτηρίες (κρανιακή-GCA) ή να παρουσιαστεί ως συστηματική νόσος προσβάλοντας τα μεγάλα αγγεία (LVV). Η 18F-FDG PET/CT χρησιμοποιείται στη διάγνωση της LVV.

Σκοπός: Να διερευνηθεί η μεταβολή της 18F-FDG PET/CT μετά τη θεραπεία και να αναγνώριστούν νέοι διαλυτοί βιοδείκτες σχετιζόμενοι με την 18F-FDG PET/CT.

Ασθενείς και Μέθοδοι: 9 LVV ασθενείς, υποβλήθηκαν σε 18F-FDG PET/CT σε 2 χρονικά σημεία: κατά τη διάγνωση (ενεργός νόσος) και 6 μήνες μετά τη θεραπεία (ανενεργή νόσος). 12 ασθενείς με κρανιακή-GCA και 7 ασθενείς με Ρευματική Πολυμυαλγία χρησιμοποιήθηκαν ως ομάδες ελέγχου. Ο λόγος TBRMDS αξιολογήθηκε ως παράμετρος ευαισθησίας της ενεργότητας της αγγειακής φλεγμονής. Ένα πάνελ κυτταροκινών σχετιζόμενες με τα μακροφάγα (IL-12p70,TNF-α,IL-6,IL-4,IL-10,IL-1β,Αργινάση,CCL17,IL-1RA,IL-12p40,IL-23,IFN-γ,CXCL10) καθώς και μεταβολομικά δεδομένα των ίδιων ασθενών αναλύθηκαν. Τα ευρήματα στον ορό συσχετίστηκαν με τα ευρήματα της 18F-FDG PET/CT.

Αποτελέσματα: Το TBRMDS μειώθηκε σημαντικά από την ενεργό στην ανενεργή νόσο LVV (3,45 έναντι 2,55,p=0,008). Δεν βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στα επίπεδα των κυτταροκινών που μελετήθηκαν. Τα επίπεδα  αλανίνης(p=0,0195), χολίνης(p=0,004), διμεθυλοσουλφόνης(p=0,012) και ορισμένων λιπιδίων [CH2—λιπίδια(p=0,004) και ακόρεστα λιπίδια CH=CH(p=0,027)] αυξήθηκαν, ενώ τα επίπεδα GlycB μειώθηκαν(p=0,004) σε ασθενείς με LVV από την ενεργό στην ανενεργή νόσο. Μόνο τα επίπεδα της χολίνης διαφέρουν αποκλειστικά στην ομάδα LVV σε σύγκριση με τις άλλες ομάδες ελέγχου. Ο σύνθετος δείκτης (TBRMDS, CRP, ΤΚΕ και χολίνης) εμφανίζει καλύτερη διακριτική ικανότητα μεταξύ των 2 φάσεων της νόσου(p= 0,0039) σε σύγκριση με τον λόγο TBRMDS μόνο.

Συμπεράσματα: Η ενσωμάτωση δεδομένων PET-CT και βιοδεικτών αίματος μπορεί να προσφέρει ένα κλινικά χρήσιμο εργαλείο για την παρακολούθηση της ανταπόκρισης στη θεραπεία ασθενών με LVV.

 

P5. ΙΣΧΑΙΜΙΑ ΔΑΚΤΥΛΩΝ ΩΣ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΑΝΑΣΤΟΛΕΩΝ ΣΗΜΕΙΩΝ ΑΝΟΣΙΑΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ: ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

Καρακώστα Μ.1, Γερολατσίτη Μ.2, Τορουνίδου Ν.2, Ζαρκαβέλης Γ.2, Μάουρι Ν.2, Βούλγαρη Π.Β1

1Ρευματολογική Κλινική, Ιατρική Σχολή, Τομέας Παθολογίας, Σχολή Επιστημών Υγείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 2 Ογκολογική Κλινική, Ιατρική Σχολή, Τομέας Παθολογίας, Σχολή Επιστημών Υγείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Εισαγωγή: Οι αναστολείς σημείων ανοσιακού ελέγχου (Immune checkpoint inhibitors ή ICIs) διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στη θεραπεία διαφόρων καρκίνων. Ενώ είναι ανεκτίμητοι για την καταπολέμηση των διαφορετικών καρκίνων, ενέχουν επίσης τον κίνδυνο σχετιζόμενων με το ανοσοποιητικό (Immune-related adverse effects ή irAEs) ανεπιθύμητων ενεργειών, οι οποίες μπορεί να ποικίλλουν ευρέως σε συμπτώματα και σοβαρότητα.

Η ισχαιμία δακτύλων, είναι μεταξύ των ρευματολογικών irAE. Αν και είναι σπάνια, απαιτεί έγκαιρη ανίχνευση για αποτελεσματική διαχείριση.

Σκοπός της μελέτης: είναι η παρουσίαση περιστατικού με δακτυλική ισχαιμία που σχετίζεται με ICI και η ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας.

Μέθοδοι: Παρουσίαση περιστατικού – ανασκόπηση βιβλιογραφίας στις βάσεις: PubMed, Web of Science, Cochrane με κατάλληλες λέξεις κλειδιά.

Αποτελέσματα: Άντρας 70 ετών με ιστορικό μη μικροκυτταρικού καρκίνου πνεύμονα (NSCLC) για τον οποίο ελάμβανε pembrolizumab, παρουσίαζε περικαρδίτιδα, ισχαιμία δακτύλων και αντικεντρομεριδιακά αντισώματα (ACA).  Ο ασθενής αντιμετωπίστηκε με iloprost, για 10 μέρες κορτικοστεροειδή και προσθήκη μυκοφαινολάτης. Στη  διάρκεια παρακολούθησης, ο ασθενής παρουσίασε κλινική βελτίωση.

Η βιβλιογραφική ανασκόπηση ανέδειξε 8002 άρθρα από τα οποία κατάλληλα για έλεγχο ήταν 61. Τελικά μόνο 10 σχετικά άρθρα αναδείχθηκαν, υπογραμμίζοντας τη σπανιότητα της ισχαιμίας δακτύλων ως irAE. Συνήθως χρησιμοποιούνται κορτικοστεροειδή και  τα αγγειοδιασταλτικά ενώ ο ακρωτηριασμός είναι αναπόφευκτος στο 40% των περιπτώσεων.

Συμπέρασμα: Οι IrAE γίνονται πιο συχνές λόγω της ευρείας χρήσης των ICIs. Για το λόγο αυτό, είναι σημαντική η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία σπάνιων irAE, όπως η δακτυλική ισχαιμία για τη βελτίωση της έκβασης.

 

P6. Η ΠΡΩΤΕΩΜΙΚΗ ΩΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΑΝΙΧΝΕΥΣΗΣ ΒΙΟΔΕΙΚΤΩΝ ΣΤΗΝ ΙΝΟΜΥΑΛΓΙΑ: ΜΙΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ

Γκούβη Α.1, Τσιόγκας Σ.1, Γραμματικοπούλου Μ.1, Γουλής Δ.2, Μπόγδανος Δ.1

1Κλινική Ρευματολογίας και Κλινικής Ανοσολογίας, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας

2Μονάδα Ενδοκρινολογίας Αναπαραγωγής, Α' Μαιευτική-Γυναικολογική Κλινική, Τμήμα Ιατρικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Εισαγωγή: Η ινομυαλγία αποτελεί νόσο με άγνωστη παθογένεια, ενώ η διάγνωσή της βασίζεται σε κλινικά διαγνωστικά κριτήρια. Η πρωτεωμική ως εργαλείο συμβάλλει στην ανίχνευση βιοδεικτών και κατ’ επέκταση πιθανών θεραπευτικών στόχων.

Σκοπός: Η παρούσα συστηματική ανασκόπηση στοχεύει στην ολοκληρωμένη σύνοψη και σύνθεση πρωτογενών δεδομένων που αφορούν στο πρωτέωμα ασθενών με ινομυαλγία, με απώτερο στόχο την ανάδειξη βιοδεικτών, οδηγώντας σε καλύτερη κατανόηση της παθοφυσιολογίας της νόσου.

Μέθοδοι: Πραγματοποιήθηκε εκτενής αναζήτηση της βιβλιογραφίας στις βάσεις δεδομένων MEDLINE/Pubmed, CENTRAL, clinicaltrials.gov. Το πρωτόκολλο της μελέτης δημοσιεύτηκε στο OSF (Open Science Framework). Η ποιότητα των ερευνών αξιολογήθηκε με το εργαλείο modified Newcastle-Ottawa τροποποιημένο για μελέτες πρωτεωμικής και έγινε σύνθεση των δεδομένων.

Αποτελέσματα: Αναλύθηκαν δεδομένα από 10 μελέτες. Απομονώθηκαν συνολικά 3328 πρωτεΐνες, τα επίπεδα 145 εκ των οποίων ήταν διαφορετικά σε ασθενείς με ινομυαλγία. Οι μελέτες χρησιμοποίησαν ως μάρτυρες και υγιή πληθυσμό και pain controls (inflammatory, non- inflammatory). Μελετήθηκαν πλάσμα, ορός, σίελος και εγκεφαλονωτιαίο υγρό. Οι πιο σημαντικές πρωτεΐνες που απομονώθηκαν ήταν η σιδηροφυλλίνη, οι α, β και γ άλυσοι ινωδογόνου, η προφιλίνη-1, η απολιποπρωτεΐνη C3, η τρανσαλδολάση, η PGAM1, το συμπλήρωμα C1QC, C4A, η τρανσαλδολάση, τμήματα ανοσοσφαιρινών και πρωτεΐνες οξείας φάσης. Δεν αποδείχθηκε ισχυρή συσχέτιση μεταξύ πρωτεϊνών και κλιμάκων ποιότητας ζωής ή πόνου, πέραν της συσχέτισης σιδηροφυλλίνης και α2-μακροσφαιρίνης με μέτριο προς ισχυρό πόνο. Οι μελέτες εμφάνιζαν καλή ποιότητα.

Συμπεράσματα: Η ινομυαλγία σχετίζεται με διαταραχές στα επίπεδα πρωτεϊνών του καταρράκτη πήξης κι ινωδόλυσης, του καταρράκτη του συμπληρώματος και του μεταβολισμού του σιδήρου. Τα επίπεδα ορισμένων πρωτεϊνών αυξάνονται ως πιθανή προσπάθεια του οργανισμού να αμυνθεί έναντι στο αυξημένο οξειδωτικό στρες.

 

P7. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΑΝΑΣΤΟΛΕΩΝ ΤΟΥ TNF (TNFi) ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΝΑΣΤΟΛΕΩΝ ΤΗΣ IL-17 ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΨΩΡΙΑΣΙΚΗ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

Λαΐνης Βασίλειος, Κατσούλη Όλγα, Μολέ Ευαγγελία, Κρικέλης Μιχάλης, Μόσχου Δήμητρα, Γαζή Σουσάνα

Ρευματολογική Κλινική ΓΝΑ ΚΑΤ

Εισαγωγή: Η Ψωριασική αρθρίτιδα είναι μία χρόνια, ετερογενής, φλεγμονώδης νόσος που χαρακτηρίζεται από πληθώρα διαφορετικών κλινικών φαινοτύπων, με αποτέλεσμα η σωστή επιλογή θεραπείας να αποτελεί πρόκληση

Σκοπός: Σκοπός αυτής της μελέτης είναι να συγκρίνει την αποτελεσματικότητα των αναστολέων της του TNF (TNFi) και των αναστολέων της IL-17 (IL-17i) σε μια περίοδο παρακολούθησης 12 μηνών

Μέθοδοι: Μονοκεντρική μελέτη παρατήρησης 103 ασθενών με ψωριασική αρθρίτιδα που έλαβαν αγωγή με αναστολείς TNF (TNFi) (etanercept, adalimumab, infliximab, golimumab, certolizumab pegol) και αναστολείς IL-17 (IL17i) με περίοδο παρακολούθησης 12 μήνες. Η ανταπόκριση στη θεραπεία εκτιμήθηκε χρησιμοποιώντας το δείκτη  DAPSA .

Αποτελέσματα: Από τους 103 ασθενείς της μελέτης, 77 έλαβαν  TNFi και 26 IL-17i.  Η μέση ηλικία (55.54±12.35 vs 59.11±10.86 years, p=0.19), η διάρκεια της νόσου (7.85±7.13 vs 8.49±7.16 years, p=0.69), το baseline DAPSA score (18.16±11.29 vs 20.58±7.46, p=0.4) ήταν συγκρίσιμα στους δύο πληθυσμούς και το  58.2% των ασθενών ήταν γυναίκες. Κατά τη διάγνωση οι ασθενείς εμφάνιζαν : χαμηλή ενεργότητα νόσου (LDA) (17.16% vs 2.24%, p=0.054), μέτρια ενεργότητα νόσου (MDA) (32.84% vs 13.43%, p=0.06) και υψηλή ενεργότητα νόσου (HDA) (7.46% vs 3.73%, p=0.5), σύμφωνα με το DAPSA (χωρίς στατιστικά σημαντική διαφορά). Το ποσοστό των ασθενών που επέτυχε ύφεση σύμφωνα με το δείκτη  DAPSA στους 12 μήνες στατιστικά σημαντικά υψηλότερο για τους ασθενείς που έλαβαν TNFi σε σύγκριση με όσους έλαβαν IL17i (41.04% vs 11.19%, p=0.005). Σε κάθε πληθυσμό η μέση μεταβολή (SD) στο DAPSA score από το baseline και το 12ο μήνα παρακολούθησης ήταν στατιστικά σημαντική  τόσο για την ομάδα των TNFi (Δ: 18.16-3.76=14.4 (1.33), p<0.001) όσο και των  IL17i (Δ: 20.58-5.52=15.06 (1.79), p<0.001).

Συμπεράσματα: Και οι δύο κατηγορίες φαρμάκων οδήγησαν σε σημαντική βελτίωση του DAPSA score. Ωστόσο,  το ποσοστό των ασθενών που πέτυχε ύφεση στην ομάδα των TNFi ήταν μεγαλύτερο από την ομάδα των IL-17i και μάλιστα με στατιστική σημαντικότητα.

 

P8. ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ ΣΤΟΧΕΥΜΕΝΩΝ ΑΝΟΣΟΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΘΕΡΑΠΕΙΩΝ ΣΕ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΟ ΚΕΝΤΡΟ ΙΦΝΕ ΣΤΗΝ ΕΞΑΕΤΙΑ 2018-2023

Γ. Κοκκότης, Α. Γάκη, Π. Μαρκόπουλος, Μ. Γκίζης, Ε. Λαούδη, Ν. Κιούλος, Β. Κίτσου, Ι. Κουτσουνάς, Π. Πράπα, Κ. Χαλακατεβάκη, Μ. Χατζηνικολάου, Γ. Μπάμιας

Γαστρεντερολογική Μονάδα, Γ΄Πανεπιστημιακή Παθολογική Κλινική ΕΚΠΑ, ΓΝΝΘΑ «Η Σωτηρία», Αθήνα

Υπόβαθρο: Οι βιολογικοί παράγοντες και τα μικρά μόρια (στοχευμένες ανοσοτροποιητικές θεραπείες) αποτελούν τη βάση της θεραπείας της ελκώδους κολίτιδας (ΕΚ) και της νόσου Crohn (ΝC) (Ιδιοπαθή Φλεγμονώδη Νοσήματα του Εντέρου/ΙΦΝΕ). Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να περιγράψει την διαχρονική τάση χορήγησης των στοχευμένων θεραπειών σε ένα εξειδικευμένο κέντρο ΙΦΝΕ στην εποχή που τα περισσότερα φάρμακα είναι διαθέσιμα.

Μέθοδοι: Πρόκειται για μια αναδρομική μελέτη παρατήρησης ασθενών με ΙΦΝΕ που έλαβαν τουλάχιστον μια δόση βιολογικού παράγοντα ή μικρού μορίου στο διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου 2018 και Δεκεμβρίου 2023 στην μονάδα ΙΦΝΕ του ΓΝΝΘΑ «Η Σωτηρία». Καταγράφηκαν στοιχεία για τους βιολογικούς παράγοντες infliximab, vedolizumab, ustekinumab και τα μικρά μόρια tofacitinib και Upadacitinib. Επίσης, συλλέχθηκαν δημογραφικά χαρακτηριστικά και στοιχεία από το ιατρικό ιστορικό των ασθενών.

Αποτελέσματα: Συνολικά έλαβαν προχωρημένη αγωγή 475 ασθενείς [διάμεση ηλικία: 39 έτη (17-87), άνδρες: 51.3%, EK: 53.1%, διάμεση διάρκεια νόσου: 8 έτη (1-43)]. Ο αριθμός των ασθενών που έλαβαν προχωρημένη αγωγή αυξήθηκε από 96 το 2018 σε 385 το 2023 [διάμεση αύξηση ανά έτος 32.1% (28-37.5%)]. To 2023 από τους ασθενείς με ΕΚ το 31.3% έλαβε τουλάχιστον μία δόση infliximab, το 39% vedolizumab, το 18.1% ustekinumab, το 8.2% tofacitinib και το 3.3% upadacitinib. Αντίστοιχα από τους ασθενείς με NC το 28.1% έλαβε τουλάχιστον μία δόση infliximab, το 16.3% vedolizumab, το 55.2% Ustekinumab, και το 0.5% upadacitinib. Μεταξύ των ασθενών που ξεκίνησαν θεραπεία με vedolizumab μεταξύ 2018-2023, το 76% δεν είχε προηγούμενη έκθεση σε βιολογικό παράγοντα (naïve), το 18% είχε ιστορικό λήψης ενός βιολογικού παράγοντα και το 6%  σε τουλάχιστον 2 βιολογικούς παράγοντες. Τα αντίστοιχα ποσοστά για το infliximab είναι 57%, 34% και 10%, για το ustekinumab 30%, 51%, και 18%, για το tofacitinib 0%, 32% και 68% ενώ για το upadacitinib 0%, 14% και 86%.

Συμπεράσματα: Τα τελευταία έξι έτη παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση του αριθμού ασθενών με ΙΦΝΕ που έλαβαν προχωρημένη θεραπεία. Το vedolizumab χρησιμοποιείται κυρίως σε naïve ασθενείς με ΙΦΝΕ, ενώ το ustekinumab και τα μικρά μόρια ως 2ης και 3ης γραμμής προχωρημένη θεραπεία.

 

P9. ΜΑΓΝΗΤΙΚΗ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ ΥΠΟΦΥΣΗΣ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ Σ. SJOGREN

Κολέτσος – Σούλτης Ν.1, Γερολυμάτου Ν.1, Καρακώστα Μ.1, Ανδριανοπούλου Ά.2, Ζήκου Α.2, Αργυροπούλου Ι. Μ.2, Βούλγαρη Β. Π.1

1Ρευματολογική Κλινική, Ιατρική Σχολή, Τομέας Παθολογίας, Σχολή Επιστημών Υγείας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

2 Τμήμα Ακτινολογίας του Τμήματος Ιατρικής της Σχολής Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Εισαγωγή: Το πρωτοπαθές σύνδρομο Sjogren (pSS) είναι μια χρόνια αυτοάνοση διαταραχή. Προσβολή του κεντρικού νευρικού συστήματος έχει περιγραφεί (συχνότητα 10 – 60%) με ένα ευρύ φάσμα νευρολογικών και ψυχιατρικών εκδηλώσεων. Σε προηγούμενες μελέτες με τη χρήση μαγνητικής τομογραφίας (MRI) έχουν διαπιστωθεί δομικές και λειτουργικές διαταραχές και συσχέτιση αυτών με συμπτώματα κατάθλιψης. Επιπλέον, στους ασθενείς με pSS έχει περιγραφεί υπολειτουργία του άξονα υποθάλαμος-υπόφυση-επινεφρίδια, ωστόσο, είναι περιορισμένα τα δεδομένα από τον απεικονιστικό έλεγχο της υπόφυσης.

Σκοπός της Μελέτης: Σκοπός της εργασίας είναι: i) να διαπιστωθούν πιθανές διαταραχές κατά τη MRI υπόφυσης σε ασθενείς με pSS και ii) να διερευνηθεί πιθανή συσχέτιση με χαρακτηριστικά του συνδρόμου.

Μέθοδοι: Γυναίκες με pSS από τα εξωτερικά ιατρεία της Ρευματολογικής κλινικής του Π.Γ.Ν.Ι. και υγιείς εθελοντές συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη. Στους συμμετέχοντες πραγματοποιήθηκε MRI υπόφυσης και υπολογισμός τους μεγέθους της υπόφυσης. Επιπλέον, στους ασθενείς με pSS πραγματοποιήθηκε καταγραφή κλινικών εκδηλώσεων και ανοσολογικού προφίλ. Για την εκτίμηση κατάθλιψης χρησιμοποιήθηκε η κλίμακα Beck.

Αποτελέσματα: Συνολικά συμμετείχαν 59 άτομα (29 ασθενείς και 30 υγιείς) μέσης ηλικίας 59,3 ± 11,5 ετών. Οι ασθενείς με pSS είχαν σημαντικά μικρότερο ύψος υπόφυσης συγκριτικά με τους υγιείς (3,8 ± 1,1mm έναντι 4,6 ± 1,0mm, p<0,01). Στην πολυπαραγοντική ανάλυση το ύψος της υπόφυσης στους ασθενείς με pSS εμφάνισε αρνητική συσχέτιση με την ηλικία (β=-0,417, p<0,05) και την κλίμακα κατάθλιψης (β=0,369, p<0,05).

Συμπεράσματα: Ασθενείς με pSS εμφανίζουν μικρότερο ύψος υπόφυσης συγκριτικά με τους υγιείς. Το παραπάνω εύρημα υποδηλώνει πιθανή παθογενετική συσχέτιση με το υποκείμενο νόσημα.

 

P10. ΜΟΝΗΡΗΣ ΚΟΚΚΙΩΜΑΤΩΔΗΣ ΝΕΚΡΩΤΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΠΝΕΥΜΟΝΟΣ: ΕΙΝΑΙ GPA;

Μπόλλα Ε.1,Πιτσίλκα Δ.1,Ηλιόπουλος Α.1

1Ρευματολογικό Τμήμα, 417 Νοσηλευτικό Ίδρυμα Μετοχικού Ταμείου Στρατού (ΝΙΜΤΣ), Αθήνα

Εισαγωγή: Η κοκκιωμάτωση με πολυαγγειίτιδα (GPA) είναι μια νεκρωτική κοκκιωματώδης αγγειίτιδα μεσαίου και μικρού μεγέθους αγγείων, με προσβολή κυρίως του ανώτερου και κατώτερου αναπνευστικού συστήματος και των νεφρών. Η σημαντική μείωση της θνητότητας της GPA οφείλεται στις ανοσοκατασταλτικές θεραπείες, η χρήση των οποίων μπορεί να αποβεί δυσμενής επί λανθασμένης διάγνωσης.

Σκοπός της μελέτης:  Η ανάδειξη της σημασίας της διαφορικής διάγνωσης της GPA από άλλες οντότητες, στοχεύοντας στην έγκαιρη και ορθή θεραπευτική παρέμβαση κατά περίπτωση.   

Παρουσίαση περιστατικού: Άνδρας ασθενής 29 ετών, καπνιστής, πρώην χρήστης τοξικών ουσιών, εισήχθη στο Τμήμα μας για νοσηλεία και χορήγηση αγωγής για GPA.  Σε τυχαίο απεικονιστικό έλεγχο με απλή ακτινογραφία προ μηνών διαπιστώθηκε ευμεγέθης συμπαγής βλάβη αριστερού πνεύμονα.  Μετά περαιτέρω ελέγχους με αξονική τομογραφία, έγινε ιστολογική εξέταση υλικού της βλάβης με FNA και κατόπιν βιοψία, που έδειξαν νεκρωτική, κοκκιωματώδη εξεργασία πνεύμονα με στοιχεία αγγειοπάθειας. Προ και κατά τη νοσηλεία, παρέμεινε ασυμπτωματικός. Από τις εργαστηριακές εξετάσεις σημειώθηκαν λευκοκυττάρωση με πολυμορφοπυρήνωση, άνοδος δεικτών φλεγμονής (ταχύτητα καθίζησης ερυθρών αιμοσφαιρίων 42 mm/hr), αρνητικός έλεγχος για ANCA αντισώματα και λοιπός ανοσολογικός χωρίς αξιόλογα ευρήματα. Έγινε έλεγχος για πιθανή μυκοβακτηριδιακή λοίμωξη και άλλες βακτηριακές, μυκητιασικές, ιογενείς λοιμώξεις χωρίς αναγνώριση παθογόνου. Στην αξονική τομογραφία θώρακος εντός νοσηλείας απεικονίστηκε η ανωτέρω αλλοίωση με σκιαγραφική ενίσχυση, κατά τόπους τήξη και λεμφαδενική διόγκωση πέριξ, χωρίς μεταβολές μεγέθους από προηγούμενο έλεγχο. Με το ενδεχόμενο άτυπης, επιμένουσας λοίμωξης, ο ασθενής έλαβε αγωγή με μοξιφλοξασίνη για 20 ημέρες με σημαντική βελτίωση των εργαστηριακών και απεικονιστικών ευρημάτων. 

Συμπεράσματα: Η διαφορική διάγνωση GPA από πνευμονία είναι αναγκαία, λόγω διαφοράς στην θεραπευτική παρέμβαση.